30 Μαΐου 2008


ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
Ανάγνωση / Δυσκολίες στο διάβασμα
Δεν θυμάται ποιήματα / τραγούδια.
Μπερδεύει γράμματα/νούμερα .
Γράμματα "χορεύουν" στο χαρτί.
Διαβάζει άλλη λέξη αντί το γραμμένο .
Χάνει τη γραμμή συνεχώς.
Δεν βλέπει τελείες, κόμμα κ.τ.λ.
Ναρκώνεται όταν διαβάζει.
Τάση ναυτίας όταν διαβάζει..
Αναπαραγωγή/ Δυσκολίες στη γραφή
Στρεφογραφία .
Παραλείψεις (γράμματα/συλλαβές).
Επανάληψη συλλαβής.
Δεν βάζει τόνους και σημεία στίξης.
εν γράφει πάνω στη γραμμή.
Αρχίζει να γράφει κάπου στη μέση της σελίδας/του τετραδίου.
Ζεσταίνεται, βγάζει τα ρούχα του.
Δεν κάθεται ήσυχος στη καρέκλα του.
Σηκώνεται από την καρέκλα του.
Τρία παραδείγματα
1
γ = λ , α = ε, δ = ρ,

π = μ, 6=9, 3=ε

Λ=Δ, Φ=Ψ.

γάλα = λέγε

πάμε = μέπα
2
σκόρδο = σκουπίδια

γριά = γιαγιά

αργά = σιγά
3
18 = 81
Η δυσλεξία συνοδεύεται αρκετές φορές από
Δυσκολίες αυτοσυγκεντρώσεως με ή χωρίς υπερκινητικότητα (ADHD/ADD).
Δυσκολίες στα μαθηματικά.
Gilles de la Tourette Syndrome (tics).
Και άλλες διαταραχές, π.χ. κατάθλιψη.
Δεδομένα για τη δυσλεξία
3% έως 10% των παιδιών.
Περισσότερο στα αγόρια.
Πιο συχνά στα αριστερόχειρα.
Κανονική νοημοσύνη / ευφυΐα.
Κληρονομικότητα (40 %).

"Μύθοι" για την δυσλεξία
Θα περάσει όταν μεγαλώσει το παιδί.
Αν θέλει μπορεί να γράφει.
Τεμπελιάζει.
Δεν συγκεντρώνεται.

22 Μαΐου 2008

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Παρνασσισμός: Ο Παρνασσισμός αποτελεί μία μορφή αντίδρασης κατά του λυρισμού και εκφράζει στο χώρο της ποίησης τις τάσεις του θετικιστικού πνεύματος. Οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ονομάστηκαν "παρνασσιακοί" όταν ο Λεμέρ το 1866 δημοσίευσε μια συλλογή ποιημάτων τους με τίτλο "ο σύγχρονος Παρνασσός". Βασικά χαρακτηριστικά α) φροντίδα για την τελειότητα της μορφής β)φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων γ)μουσικότητα και ρυθμός δ)επιδίωξη επιβολής της συναισθηματικής απάθειας και της αντικειμενικότητας στο χώρο της ποίησης.
Εκπρόσωποι: Βερλέν, Μαλαρμέ κ.ά.
Έλληνες λογοτέχνες που επηρεάστηκαν από τον Παρνασσισμό είναι ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης ,ο Πολέμης κ.ά.
Συμβολισμός :Ο συμβολισμός γεννήθηκε μεταξύ του 1885 και του 1900 ως αντίδραση στον Παρνασσισμό. Οι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού αυτού του ρεύματος χρησιμοποιούν σύμβολα για την έκφραση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Στόχος τους είναι η κατανόηση της πραγματικότητας με όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, η μουσικότητα του στίχου και η διάθεση υποβολής μιας εσωτερικής διάθεσης - συγκίνησης. Οι συμβολιστές δημιούργησαν τον ελεύθερο στίχο. Ο θεωρητικός του συμβολισμού ήταν ο Έλληνας Jean Moreas (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος).Στην Ελλάδα ο συμβολισμός εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Εκπρόσωποι:Κ.Χατζόπουλος, Α.Μελαχρινός.
Υπερρεαλισμός η σουρεαλισμός: Ο υπερρεαλισμός εμφανίστηκε ως καλλιτεχνικό ρεύμα στο Παρίσι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο την περίοδο 1919-1924, ως αντίδραση στην παράλογη λογική που οδήγησε στον πόλεμο. Γεννήθηκε ουσιαστικά με την έκδοση της διακήρυξης του σουρεαλισμού το 1924 από τον Αντρέ Μπρετόν. Βασικά χαρακτηριστικά:α)ελεύθερος συνειρμός β)αυτόματη γραφή γ)αποθέωση του ονείρου δ)έκφραση του υποσυνείδητου ε) δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας στ)περιφρόνηση της λογικής.
Εκπρόσωποι:Εμπειρίκος,Εγγονόπουλος.Επηρεάστηκε επίσης ο Ελύτης κ.α.

15 Μαΐου 2008

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ
Η πληροφορική διαπερνά όλα τα γνωστικά αντικείμενα ως μέσο γνώσης, έρευνας και μάθησης και ως έκφραση μιας ολιστικής, διαθεματικής προσέγγισης της μάθησης: το πρότυπο αυτό εμφανίζεται πρόσφατα και χαρακτηρίζεται από το ότι η διδασκαλία της χρήσης των Τ.Π.Ε. και η χρήση τους ενσωματώνεται στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα του προγράμματος σπουδών (αποδίδεται με τον όρο ολοκληρωμένη ή οριζόντια ή ολιστική προσέγγιση). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή τα θέματα που αφορούν στους υπολογιστές και στις Τ.Π.Ε. γενικότερα διδάσκονται μέσα από όλα τα γνωστικά αντικείμενα του σχολείου και δε συνιστούν ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης πιστεύουν ότι η διασπορά της διδασκαλίας και της χρήσης της πληροφορικής σε όλο το φάσμα του προγράμματος σπουδών και όχι η ένταξη του σε ένα ιδιαίτερο αντικείμενο μπορεί να βοηθήσει την ουσιαστική και από κοινού δημιουργική συμμετοχή εκπαιδευτικών και μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει σημαντικά διαφορετικές εκπαιδευτικές αντιλήψεις, τόσο στην επιλογή της γνώσης και της διδακτικής πρακτικής όσο και στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και στην υλικοτεχνική υποδομή. Οι ανατροπές που θα προκαλέσει στο πρόγραμμα σπουδών η εφαρμογή της προσέγγισης αυτής την καθιστούν βραχυπρόθεσμα μη εφαρμόσιμη.
Παραδείγματα αυτής της προσέγγισης αποτελούν:
Η διδασκαλία της χρήσης της πληροφορικής κατανεμημένης στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα του προγράμματος σπουδών.
Οι Τ.Π.Ε. ενσωματώνονται στη γενική κουλτούρα του σχολείου.
Η τρίτη τάση αποτελεί συνδυασμό των δύο προηγούμενων τάσεων: το πρότυπο αυτό, χαρακτηρίζεται από τη διδασκαλία ενός αμιγούς μαθήματος γενικών γνώσεων πληροφορικής και την προοδευτική ένταξη της χρήσης των υπολογιστικών και δικτυακών τεχνολογιών ως μέσο στήριξης της μαθησιακής διαδικασίας σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα τον προγράμματος σπουδών (αποδίδεται και με τον όρο πραγματολογική ή εφικτή ή μικτή προσέγγιση).
Η έμφαση στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, δίνεται στις γνωστικές και τις κοινωνικές διαστάσεις της χρήσης της πληροφορικής στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ο τελευταίος τρόπος συνδυάζει παιδαγωγικά πλεονεκτήματα με τους όρους του εφικτού. Η κατάλληλη μάλιστα και εμπνευσμένη παιδαγωγική χρήση των Τ.Π.Ε. είναι από μόνη της μια εν δυνάμει καινοτόμος παιδαγωγική μεθοδολογία, που μετασχηματίζει τις παραδοσιακές δομές επικοινωνίας και ευνοεί την εφαρμογή πολλών άλλων παιδαγωγικών αρχών, που ήταν δύσκολο μέχρι τώρα να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της παραδοσιακής τάξης.

13 Μαΐου 2008

ΥΓΡΟ "ΧΡΥΣΑΦΙ"


ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ – «ΥΓΡΟ ΧΡΥΣΑΦΙ»
Η θρεπτική αξία του ελαιολάδου είναι αυτή που το έκανε να ξεχωρίζει από όλα τα λίπη και γι αυτό πήρε την ονομασία «υγρό χρυσάφι».Η Μεσογειακή δίαιτα, πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια, δημητριακά, μικρές ποσότητες κρέατος, γαλακτοκομικά προϊόντα και με σχεδόν μοναδική πηγή πρόσληψης λίπους το ελαιόλαδο, αποτελεί το κυριότερο στοιχείο υγείας και μακροζωίας.
Το ελαιόλαδο, βασικό προϊόν της Ελλάδας, χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα σαν βασικό στοιχείο της κρητικής διατροφής αφού αποτελεί μία πλούσια πηγή ενέργειας (αποδίδει 9,3 Kcal/gr), αλλά και σαν φάρμακο αφού είναι γνωστές οι ευεργετικές ιδιότητες του στην υγεία του ανθρώπου. Ερευνητικές μελέτες έδειξαν ότι το ελαιόλαδο βοηθάει στη μείωση της συγκέντρωσης γαστρικών υγρών στο στομάχι. Άλλες μελέτες επιβεβαιώνουν τη θεραπευτική του δράση στο έλκος του δωδεκαδάκτυλου καθώς και στη βελτίωση της κινητικότητας του παχέος εντέρου. Αντικαθιστώντας το ζωικό λίπος με ελαιόλαδο, μειώνονται τα περιστατικά έλκους του δωδεκαδάκτυλου κατά 33,4%.
Το ελαιόλαδο προλαμβάνει ορισμένες ασθένειες του συκωτιού, βοηθάει στη θεραπεία του διαβήτη, στη πρόληψη της αρτηριοσκλήρωσης και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων. Η παρουσία του μονοακόρεστου ελαϊκού οξέος σε μεγάλη αναλογία στο ελαιόλαδο έχει θετική συμβολή στη κανονική ανάπτυξη των παιδιών. Οι διαπιστώσεις για τη μεγάλη θρεπτική αξία του ελαϊκού οξέος και ιδιαίτερα η θετική επίδρασή του στην αύξηση της HDL συντελούν στη μεγάλη βιολογική αξία του ελαιολάδου. Ευεργετική δράση παρουσιάζει και το λινελαϊκό οξύ που επίσης υπάρχει στο ελαιόλαδο σε επάρκεια. Το λινελαϊκό οξύ βρίσκεται στο λάδι της ελιάς σε ποσοστό περίπου ίδιο με αυτό του μητρικού γάλακτος. Με τη βοήθεια του λινελαϊκού οξέος, ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να συνθέσει και τα άλλα απαραίτητα λιπαρά οξέα, όπως το λινολενικό και το αραχιδονικό οξύ που παρουσιάζουν βιταμινική δράση (βιταμίνη F). Η ύπαρξη στεατικού οξέος στο ελαιόλαδο έχει σαν αποτέλεσμα την εύκολη αφομοίωση του από τον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτό βοηθάει στη πρόσληψη και απορρόφηση από τον οργανισμό των απαραίτητων λιποδιαλυτών συστατικών, όπως οι βιταμίνες A, D, E και Κ. Το ελαιόλαδο εκτός του ότι πέπτεται εύκολα από τον οργανισμό, βοηθάει και στη πέψη και των άλλων λιπαρών ουσιών, καθώς διευκολύνει τις εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, της χολής και διεγείρει το ένζυμο παγκρεατική λίπαση, που είναι απαραίτητο για τη πέψη των τροφίμων. Η σύνθεση του ελαιολάδου σε λιπαρά οξέα και ορισμένα μικροσυστατικά του όπως η χλωροφύλλη και οι αρωματικές ενώ-σεις, βοηθούν στην αύξηση των εκκρίσεων του πεπτικού σωλήνα διευκολύνοντας έτσι το μηχανισμό της πέψης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Πέρα από την μεγάλη θρεπτική και βιολογική αξία του το ελαιόλαδο είναι επίσης πλούσιο σε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Για να διατηρηθούν όμως τα ποιοτικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα παρακάτω:·Η συγκομιδή του ελαιοκάρπου να γίνεται στο κατάλληλο στάδιο ωρίμανσης.·Η συγκομιδή να γίνεται με τα κατάλληλα μέσα ώστε να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελαιοκάρπου.·Η αποθήκευση του ελαιολάδου να γίνεται σε γυάλινα ή ανοξείδωτα δοχεία.Συνοψίζοντας, η υψηλή βιολογική και θρεπτική αξία του ελαιολάδου αποδίδεται στα παρακάτω χαρακτηριστικά: ·Ιδανική σχέση κορεσμένων και μονοακορέστων λιπαρών οξέων ·Καλή σχέση μεταξύ βιταμίνης Ε και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. ·Μεγάλη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικές ουσίες.·Μεγάλη περιεκτικότητα σε υδρογονάνθρακες που βοηθούν τον ανθρώπινο μεταβολισμό.·Υψηλή περιεκτικότητα σε λινελαϊκό οξύ (σε ποσοστό 10%) η οποία καλύπτει τις απαιτήσεις του οργανισμού σε λιπαρά οξέα.

11 Μαΐου 2008

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΗΜΕΡΑ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;
Στην Ελλάδα σήμερα διακρίνουμε δύο συμπτώματα: α) μειωμένη ικανότητα της γλώσσας ν’ ανταποκριθεί στις πολλαπλασιαζόμενες νέες ανάγκες, να δώσει στις παλαιές λέξεις και νέες σημασίες, να παραγάγει απ’ τις υπάρχουσες και άλλες, να πλάσει καινούργιες ή, τέλος, ν’ αφομοιώσει, εξελληνίζοντας, ξένες· β) συνεχή και διευρυνόμενη διείσδυση και παρεμβολή της ξένης μέσα στη δική μας που δείχνει να την εκτοπίζει. Φυσικά, δεν είναι τα μόνα· είναι όμως τα πιο έκδηλα μιας απειλής που αρχίζει να διαγράφεται σαφέστατα: η ελληνική γλώσσα φαίνεται σα να υποχωρεί μέσα στην ίδια τη Χώρα, σα να εγκαταλείπεται από μας τους ίδιους.
Η γλώσσα μας και οι επιστήμονες Σήμερα, τα επιστημονικά-τεχνικά επιτεύγματα επηρεάζουν όλο και περισσότερο, σχεδόν καθορίζουν, το ρυθμό και τη μορφή της καθημερινής ζωής μας. Συνακόλουθα γίνεται όλο και πιο αναγκαία η συμμετοχή επιστημονικά καταρτισμένων στελεχών σε όλους σχεδόν τους τομείς κοινωνικής δραστηριότητας – κρατικής και ιδιωτικής. ο αριθμός τους πολλαπλασιάζεται, ο κοινωνικός ρόλος τους γίνεται αποφασιστικά σημαντικός. Είναι οι μηχανικοί, οι φυσικοί και χημικοί, οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικά καταρτισμένοι λογιστές, τα στελέχη τα κατάλληλα για τη σύγχρονη αντίληψη και τις μεθόδους διοίκησης των επιχειρήσεων. Και είναι αυτοί πού πληροφορούνται και υποδέχονται, μεταφέρουν ύστερα στο κοινωνικό σύνολο, τις νέες γνώσεις και πληροφορίες, τις νέες μεθόδους, τα νέα προϊόντα, τις νέες έννοιες, τους νέους τομείς επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Όλα τούτα περνούν μέσ’ απ’ τη δική τους εξειδικευμένη κατάρτιση και διανοητική εργασία, κι ύστερα μεταδίδονται σ’ εμάς τους πολλούς.
Σε ποια γλώσσα όμως; Θα έπρεπε στη γλώσσα της μιας εθνικής κοινότητας οπού ανήκομε και εκείνοι και εμείς, σε γλώσσα δηλαδή που εξελίσσεται και διαμορφώνεται σαν ενιαίο σύστημα γραπτού και προφορικού λόγου. Όμως, ενιαίο γλωσσικό σύστημα δεν έχομε και όσοι δεχόμαστε πως η γλώσσα είναι ένα με τη σκέψη, πρέπει να παραδεχτούμε πως, αφού η γλώσσα του Έλληνα επιστήμονα είναι διασπασμένη, είναι και η σκέψη του… Όταν, λοιπόν, ο επιστήμονας δέχεται τον σύγχρονο καταιγισμό από νέες πληροφορίες, μεθόδους, προϊόντα, και μαζί τους τις αντίστοιχες νέες λέξεις και όρους, η κατάσταση της εθνικής του γλώσσας καλλιεργεί αυτό που ο Γιώργος Θεοτοκάς χαρακτήρισε “αοριστία του νου”, που κάνει “τα πράγματα να ξεφεύγουν, τα όριά τους να είναι θολά, η ουσία τους ακαταστάλαχτη”, τότε, η αυθόρμητη διέξοδος βρίσκεται στην αυτούσια μεταφορά του ξένου όρου. Την ξεκινά και την καθιερώνει με τον προφορικό λόγο γιατί η ξένη λέξη προσφέρει διέξοδο στην αβεβαιότητα και αμηχανία. Ύστερα, ή μεταφέρεται έτσι ξενόγλωσσα και στο γραπτό, ή επιχειρείται μια λεκτική μεταγλώττιση στην ελληνική. Γλώσσα όμως παραμένει, βασικά, εκείνη πού μιλιέται. Η μεταγλώττιση στη γραπτή ελληνική σπανίως αποδίδει την ουσία προϋπάρχει η παραίτηση απ’ την προσπάθεια να ενταχθεί αυτή η ουσία σε μια δόμηση ελληνικής γλώσσας, άρα και σκέψης, γιατί με τον προφορικό λόγο έχομε αποδεχθεί: και τη δική μας αδυναμία, και το βόλεμα με τη χρήση της ξένης.
Δυο σύγχρονοι αμερικανοί φιλόσοφοι, οι J. Fodor και J. Katj, γράφουν πως “δεν κατέχει κανείς μια γλώσσα όταν μόνο μπορεί να μιμείται προτάσεις που έχει ακούσει από πριν, άλλα τότε μόνο όταν μπορεί να κατανοεί και να παράγει προτάσεις που δεν έχει από πριν ποτέ του ακούσει”(“Δευκαλίων” 1969 -1). Η γλώσσα που λιγότερο μπορούν να κατέχουν σήμερα οι Έλληνες επιστήμονες είναι η ελληνική. Έτσι, φτάσαμε να διαβάζομε για το Marketing για τα Data, για τα Quota για τα Compilers ή, ακόμα, να μας προσφέρεται στο γραπτό λόγο μια αντίστροφη επεξήγηση: ελληνική λεκτική απόδοση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, η πρωτότυπη ξενική διατύπωση. επεξηγούμε τα ελληνικά χρησιμοποιώντας τα ξένα.
Από τις ξένες λέξεις, όσες είναι το ντύμα χειροπιαστών επινοημάτων που μπαίνουν στην καθημερινή ζωή, αυτές περνάνε και στο λαό. Άλλες, που ανταποκρίνονται σε αφηρημένες έννοιες, σε μεθόδους, σε νέους κλάδους της επιστήμης, κυκλοφορούν γύρω μας σα σύμβολα ενός νέου ιερατείου. Κι ο μέσος Έλληνας, ιδιαίτερα ο νέος, αντιλαμβάνεται πως, για να προσεγγίσει τα Marketing, τα Data και τα Compilers και να επικοινωνήσει μ’ αυτό το καινούργιο ιερατείο και τις γνώσεις πού κρατά, χρειάζεται μιαν άλλη γλώσσα. η δική του τού είναι ανεπαρκής.
Η γλώσσα μας δεν αφομοιώνει πια Θα παρατηρηθεί ίσως, πως ό,τι συμβαίνει εδώ με τις ξένες λέξεις που ανταποκρίνονται σε καινούργια πράγματα ή έννοιες, συμβαίνει και στη Δυτική Ευρώπη — όχι φυσικά στην ίδια έκταση. Χρησιμοποιούν και οι Γάλλοι π.χ. το Marketing, όπως έχουν εισαγάγει και το Leader. Μόνο πως εκεί, η αφομοίωση μέσ’ απ’ τον προφορικό και το γραπτό λόγο είναι ευχερής. Γιατί οι γλώσσες τους είναι όλες λατινογενείς, το αλφάβητο κοινό, η οπτική προσέγγιση οικεία και, γι’ αυτούς τους λόγους, ευχερής η αφομοίωση κατά την προσφορά. η ξένη λέξη ενσωματώνεται στη ντόπια λαλιά. Εδώ όμως, το σημειώσαμε, διατηρείται τώρα ξένη γραφή, επιχειρείται η διατήρηση και της ξένης προφοράς (μάλιστα η τελευταία ελέγχεται από μερικούς γλωσσομαθείς μας πολύ αυστηρά). Η διείσδυση της ξένης γλώσσας λοιπόν αλλοιώνει τη δική μας κατά τη φυσιογνωμία και αυτή η αλλοίωση, δηλαδή η νόθευση της φυσιογνωμίας της γλώσσας μας, απειλεί και την εθνική μας φυσιογνωμία. Πράγμα πολύ σημαντικό, για όσους βέβαια ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την ελληνικότητα του λαού μας και του τόπου μας.
Η επεκτεινόμενη επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο, ιδιαίτερα τον Δυτικό, ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των νέων που τρέπονται προς ανώτερες σπουδές, οι νέοι τομείς πού ανοίγει η ανάπτυξη των επιστημών και η γενική –ακριβέστερα αόριστη– αίσθηση πως κάτι αλλάζει στις αντιλήψεις και μεθόδους διδασκαλίας, βρήκαν τον Τόπο απαράσκευο, ανάμεσα σ’ άλλα, στην Παιδεία και, σ’ αδιάσπαστη συνάρτηση μ’ αυτή, και στη Γλώσσα. Είναι η ίδια πάλι κοινή αφετηρία, απ’ όπου ξεκινά ακόμα μια διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνο που συνέβαινε χτες και σ’ αυτό που παρατηρείται σήμερα.
Άλλοτε, οι γονείς προετοίμαζαν τα παιδιά τους για ανώτερες σπουδές που θα παρακολουθούσαν στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι σπουδές στο Εξωτερικό αποτελούσαν χρήσιμο μεταπτυχιακό συμπλήρωμα, περισσότερο για ειδίκευση. το ποσοστό πού συνέχιζε μ’ αυτές ήταν περιορισμένο.
Σήμερα, χιλιάδες οικογένειες παρασκευάζουν τα παιδιά τους να ξεκινήσουν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους στο Εξωτερικό. Μαζί με άλλες συνέπειες αυτού του φαινομένου, διαπιστώνεται και τούτη: η εκμάθηση της ξένης γλώσσας δεν είναι πια μέσο για περισσότερη μόρφωση, για μιαν αμεσότερη επικοινωνία με τους πνευματικούς θησαυρούς και τα επιτεύγματα άλλων λαών, ή έστω για πρόσθετες πρακτικές ανάγκες του επαγγελματικού βίου. Στη συνείδηση και στην κρίση του νέου Έλληνα και των γονιών του, η ξένη γλώσσα προβάλλει τώρα σαν το αναγκαίο, το βασικό όργανο της επιστημονικής του κατάρτισης από τα πρώτα της βήματα. Έτσι, ο νέος που απ’ το Γυμνάσιο προγραμματίζει ανώτερες σπουδές στο Εξωτερικό τοποθετεί πρώτη, στην κρίση του και στη συνείδηση του, την ξένη γλώσσα. τη δική του την εκτιμά σα δευτερότερη. Κάτι χειρότερο: η τέλεια εκμάθηση του φαίνεται αναγκαία για την ξένη γλώσσα. η δική του τού χρειάζεται μόνο για να συνεννοείται ενώ, για να μορφωθεί και να σταδιοδρομήσει, του χρειάζεται η άλλη.
Ο κίνδυνος, σαν επερχόμενος, είχε επισημανθεί σχετικά έγκαιρα. Το Μάρτιο του 1964 ο Ευάγγελος Παπανούτσος έλεγε: “Λέμε συνήθως, ή ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Κοινή Αγορά κλπ.) πόσο ευεργετική θα είναι, ή τι κινδύνους κλείνει μέσα της κ.λπ., αλλά δεν έχομε, νομίζω, πολλοί συνειδητοποιήσει το τι μας περιμένει απ’ αυτή την ένταξη, εάν δεν λύσομε μερικά βασικά προβλήματα της εθνικής μας ζωής. Εδώ, όπως γεμίσαμε κάποτε, και γεμίζομε, από ξένα εμπορικά γραφεία, από βιομηχανίες, που αντιπροσωπεύουν εργοστάσια εξωτερικού, από τουριστικά γραφεία, από Τράπεζες, θα χρειαστεί να έχομε μια γλώσσα ζωντανή, εθνική, ώστε μαζί με αυτή τη γλώσσα να διατηρήσομε την εθνική μας συνείδηση και υπόσταση. Διαφορετικά μας περιμένει ο Φραγκολεβαντινισμός: θα αρχίσομε να μιλάμε τα Γαλλικά, τα Αγγλικά ή τα Γερμανικά, να τα γράφομε, να τα απαιτούμε και να μιλούμε την Ελληνική μονάχα στο σπίτι με τους γεροντότερους ή με τις υπηρέτριές μας...”.
Σήμερα ο κίνδυνος δεν έρχεται πια αλλά άρχισε να φτάνει και ν’ απλώνεται. Είναι, ίσως, σύμπτωμα μιας βαθύτερης εθνικής κρίσης; Το 1922, ο Δημήτρης Γληνός (“Γλώσσα και Έθνος”) έγραφε: “Λαοί που δεν έχουν συνείδηση του εγώ των και αυτοπεποίθηση λατρεύουν κάθε τι το ξένο και το μεταφέρουν αυτούσιο στον εαυτό τους”. Εμείς αρχίσαμε να μεταφέρομε αυτούσια και την ξένη γλώσσα, αφού σπάσαμε τη δική μας, της ανοίξαμε τα ρήγματα, την κατακερματίσαμε. Τη συνείδησή μας δεν την έχομε χάσει (ακόμα). τι γίνεται όμως με την αυτοπεποίθησή μας;