18 Ιανουαρίου 2008

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ "ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ"

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ

ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΛΗΝΟ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΔΕΛΜΟΥΖΟ-ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ

Ο Δημήτρης Γληνός, τον οποίο η Ρόζα Ιμβριώτη χαρακτήρισε «προμηθεϊκή προσωπικότητα», είναι μία από αυτές τις αρκετά σπάνιες περιπτώσεις διανοουμένων, που η πορεία τους προς τα αριστερά δεν ήταν στιγμιαία και πρόσκαιρη, αλλά βαθιά και καθοριστική, τόσο που δεν έκανε ποτέ πια πίσω ακόμα και μπροστά στις πιο επώδυνες συνέπειες της επιλογής του. Σε γράμμα του προς νέους φοιτητές το 1932 θα πει: «Οι δρόμοι που ανοίγονται σήμερα μπροστά σας δεν είναι πολλοί, είναι δύο. Είτε θελήσετε να τους αναγνωρίσετε είτε όχι είτε προσπαθήσουν να σας τους κρύψουν μέσα στην ομίχλη ιδεαλιστικών σοφισμάτων, οι δρόμοι, που ανοίγονται μπροστά σας, είναι και μένουνε δύο: ή θα πάτε με το μέρος της συντήρησης και της αντίδρασης ή θα πάτε με το μέρος της επανάστασης. Tertium nοn datur (τρίτος δεν υπάρχει)».
Ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943) διάλεξε το μέρος της επανάστασης, της μαρξιστικής ιδεολογίας μετά από μια βαθμιαία πορεία συνειδητοποίησης των κοινωνικών καταστάσεων, ξεκινώντας από τον τομέα του, την εκπαίδευση .
Στους πνευματικούς αγώνες του τόπου εμφανίζεται γύρω στα 1910 και έμεινε εκεί εξέχουσα μορφή μέχρι το θάνατό του το 1943. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο χρονολογίες όμως συντελείται μια μεγάλη, ριζική αλλαγή. Αφήνει το χώρο της αστικής δημοκρατικής διανόησης και περνάει στην άλλη όχθη, στη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία: ένα βήμα με σοβαρές συνέπειες εκείνη την εποχή: διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, σακάτεμα της υγείας του, τελικά και η αιτία του πρόωρου θανάτου.
Από το 1910 μέχρι το 1925 περίπου ο Γληνός είναι ένας δημοκράτης αστός διανοητής που συμμετέχει ενεργά στους αγώνες μιας μερίδας της αστικής τάξης για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Από το 1917 ήδη (Οκτωβριανή Επανάσταση) έχουμε τα πρώτα σημάδια μιας μεταστροφής, που από το 1924 αρχίζει να φανερώνεται πλέον πιο καθαρά. Μπροστά στο κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός, που έδωσε μια τεράστια ώθηση στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, αλλά και έχοντας επιλύσει, προς όφελός της, τη διαπάλη με τα όποια πολιτικά κατάλοιπα προηγούμενων οικονομικο-κοινωνικών σχηματισμών, η αστική τάξη της χώρας δείχνει τον πραγματικό της εαυτό, τη συντήρηση. Την απασχολεί πριν απ' όλα η εδραίωση του καθεστώτος της, η επιβίωσή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η κάθε προοδευτικότητά της είναι πια πολυτέλεια. Από τη συντήρηση περνάει σύντομα στο πισωγύρισμα, στην αντίδραση, στα κατασταλτικά μέτρα για να δαμάσει το νέο κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή της.
Έτσι οι δύο δρόμοι χωρίζουν πολύ πιο καθαρά απ' ό,τι πριν. Αυτό σημαίνει μια μεγάλη ευκαιρία για καθαρές επιλογές. Και ο Γληνός υπάκουσε σε αυτό το κέλευσμα της εποχής του. Στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, εκείνη την περίοδο, γίνονται έντονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ο συντηρητικός αστός δημοτικιστής Δελμούζος με τους ομοϊδεάτες του (κάποτε πρωτοπόροι στον τομέα της παιδείας) θέλουν να αναθεωρήσουν την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση στην κατεύθυνση ενός «υπερταξικού», «υπερκομματικού» σχολείου περιορίζοντας την «προοδευτικότητά» τους στο αίτημα της καθιέρωσης της Δημοτικής (μέχρι και ο Μεταξάς ήταν δημοτικιστής!). Υπερτόνιζαν ταυτόχρονα τη σημασία της διδασκαλίας των Θρησκευτικών και των λεγόμενων εθνικών μαθημάτων και μάλιστα με απομνημόνευση. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της υπερταξικότητας και της υπερκομματικότητας! Το ίδιο ιδεολόγημα έχει επαναληφθεί και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα, άλλοτε πιο προβεβλημένα, άλλοτε πιο συγκαλυμμένα, ανάλογα με τις ανάγκες της επικράτησης των αστικών ιδεών. Πάντα το αστικό αίτημα για υπερταξικότητα, υπερκομματικότητα ή και για αποϊδεολογικοποίηση είναι ιδιαίτερα ταξικό, κομματικό και ιδεολογικό. Εννοούν, βεβαίως, την επικράτηση της δικής τους ιδεολογίας, αυτής του καπιταλισμού και την εξαφάνιση της μαρξιστικής. Την επιθυμία τους αυτή τη συγκαλύπτουν με τους γενικούς όρους για να μην κατονομαστεί ανοιχτά αυτό που θέλουν, κάτι που θα προκαλούσε περισσότερες αντιδράσεις.
Οι αστοί δημοτικιστές κήρυξαν λοιπόν τη θεωρία της «Νεοελληνικής πραγματικότητας». Ποια πραγματικότητα όμως; Ο Δημήτρης Γληνός είπε, ότι επρόκειτο για «ένα είδος ξαναγυρισμού στα στοιχεία του ποιμενικογεωργικού πολιτισμού της Τουρκοκρατίας». Όταν η άρχουσα τάξη ενός τόπου νιώθει την ανάγκη να ανατρέξει, να βρει καταφύγιο σε στείρες συντηρητικές μορφές από το παρελθόν, σημαίνει ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. Το 1927 διασπάται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος και οι δύο κόσμοι χωρίζονται. Στις αρχές του 1928, ο Γληνός έκανε την ανοιχτή του εξομολόγηση σε μια ιστορική συζήτηση στον Εκπαιδευτικό Όμιλο: «Η ψυχή μου είναι με τους αδικημένους». Και, πριν από το θάνατό του το 1943, ερωτώμενος από φίλους του για τη διάσπαση τότε στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, απαντάει: «Δε γινόταν πια τίποτε. Δυστυχώς ο φίλος μου ο Αλέκος (εννοούσε το Δελμούζο, που τον εκτιμούσε και πάντα με πίκρα αναφερόταν στην ιδεολογική τους διαμάχη) ήταν αδιάλλακτος! Έβλεπα πια καθαρά πως κυλούσα την πέτρα του Σίσυφου. Έτσι χώρισαν οι δρόμοι μας»!

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ

Οι μαστόροι του Γράμμου

Η δύσκολη ζωή και το βραχώδες πε­ριβάλλον του ορεινού συμπλέγματος του Γράμμου οδήγησαν τους κατοί­κους της περιοχής σε τεχνικές δρα­στηριότητες. Τα χωριά αυτά ανέδει­ξαν ως επί το πλείστον μαστόρους πέτρας, ξύλου, λαϊκούς ζωγράφους και άλλους, συναφών ειδικοτήτων με τηv οικοδομή και τη διακόσμηση. Οι τεχνίτες εργάζονταν οργανωμένοι σε ομάδες (μπουλούκια ή σινάφια – ισνάγια κουδαραίων μαστόρων, που απαρτίζονταν από αδελφοξαδέρφια και από γνωστούς και συντοπίτες και οι οποίοι δημιούργησαν για τις ανά­γκες τους τη δική τους συνθηματική γλώσσα, τα Κουδαρίτικα (ή Μαστό­ρικα, από το κούδαρος= Μάστο­ρας), τηv πιο πλούσια από τις ελλη­νικές συνθηματικές γλώσσες. Η φή­μη τους στο χτίσιμο και τη διακόσμη­ση της πέτρας πολύ γρήγορα εξα­πλώθηκε σε ολόκληρη τηv Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής. Έτσι, αρκετοί ήταν εκείνοι που ξενιτεύθηκαν στη Βλαχία, στην Αίγυπτο, στο Σουδάν, στην Περσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αμερική κ.α., κατασκευά­ζοντας κάθε είδους κτίρια: γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες, τζαμιά, χαμάμ, ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, μύλους, ελαιοτριβεία, φράγματα, στοές υπο­γείων σιδηροδρόμων και κάθε εί­δους κατασκευή που απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση στη χρήση της πέτρας, καθώς το σκυρόδεμα δεν ήταν ακόμα σε χρήση.
Οι συντεχνίες τους τα μπουλούκια ­λειτουργούσαν επί τη βάσει άγραφων, αυστηρών κανονισμών, καθώς και μιας απαράβατης ιεραρχίας(μαθητούδια,τσιράκια,καλφάδες,αρχικαλφάδες, μάστορες). Ο πρωτομά­στορας, επικεφαλής του μπουλουκι­ού (αρχιμάστορας και αρχιτέκτων) ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές συμφωνίες, τις αμοιβές των μαστό­ρων και των υπολοίπων μελών του μπουλουκιού και τις αμοιβές των ιδιο­κτητών των ζώων, τα οποία κουβα­λούσαν τηv πέτρα από τα νταμάρια. Επίσης, είχε τηv ευθύνn της κατανο­μής και της επίβλεψης των εργασιών και της πορείας του έργου. Ξακουστοί μαστόροι της Kόνιτσας, κυρίως από τηv Πυρσόγιαννη, Boύρμπιανn και αλλού, έγιναν διά­σημοι από τηv ανέvερση δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων και έργων υπο­δομής στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Το ύψος της κατασκευής, η στερεότητα του οικοδομήματος, η αισθητική σε συνάρτηση με τη φαντασία, απο­καλύπτουν τη μοναδική δεξιοτεχνία αυτών των μαστόρων της πέτρας. Προσπαθούσαν να συνδέουν το κτί­σμα με το ευρύτερο φυσικό περιβάλ­λον και το κάθε οικοδόμημα έχει μο­ναδική αισθητική αξία. Τα έργα τους δεν προέρχονται από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονται επί τόπου, με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Οι μαστόροι έπρεπε να γνωρίζουν τα δομικά υλικά κάθε πε­ριοχής και τηv ιδιαιτερότητά τους. Κύρια υλικά ήταν η πέτρα και το ξύ­λο και σε λιγότερο βαθμό το σίδερο, κυρίως στις σιδεροδεσιές. Η πρακτι­κή και αισθητική λειτουργία των κτι­ρίων, όπως και η γενικότερη αισθητι­κή τους, φανερώνoυν ένα σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, ένα δέος προς το θείο και μια αίσθηση πάνω απ' όλα της ανθρώπινης κλίμακας.
Τεκμήρια σήμερα του οργανωμένου επαγγέλματός τους αποτελούν τα απλοϊκά συμφωνητικά τους που έχουν σωθεί, τα ειδικά διαβατήρια, τα εργαλεία τους και οι φωτoγραφίες των ίδιων των μαστόρων.
Στην Πυρσόγιαννη ετοιμάζεται το Μουσείο των Μαστόρων όπου εκτός από εργαλεία και ξύλινα ή πέτρινα αρχιτεκτονικά μέλη, θα εκτίθενται και 2.000 περίπου φωτογραφίες όπου απαθανατίζεται το έργο των μαστόρων από το 1870.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

13 Ιανουαρίου 2008

ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΘΕΣΕΩΝ

Προς : ΥΠ.Ε.Π.Θ.
Δ.Ο.Ε. – Ο.Λ.Μ.Ε.
Συλλόγους Εκπ/κών Α/θμιας




ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΚΠ/ΚΩΝ Α/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ.



ΣΤΟΧΟΙ

1) Αντικειμενικότερος τρόπος μοριοδότησης.

2) Παραμονή επί 4ετία στον τόπο πρώτου διορισμού του εκπ/κού.

3) Μείωση των αιτήσεων των εκπ/κών για απόσπαση.



ΠΡΟΤΑΣΗ

Η μοριοδότηση των εκπ/κών γίνεται με κριτήρια:

α) Την απόσταση του τόπου υπηρεσίας τους από τον τόπο συμφερόντων τους,

β) το χρόνο παραμονής τους στον πρώτο τόπο διορισμού,

γ) το χρόνο προϋπηρεσίας τους,

δ) την οικογενειακή τους κατάσταση.


Τόπος συμφερόντων, κατά δήλωση του εκπ/κού, θεωρείται ο Δήμος ή η κοινότητα επιλογής του και μπορεί να είναι:

Ο Δήμος ή Κοινότητα γέννησης ή πολιτογράφησης.

Ο Δήμος ή Κοινότητα που υπηρετεί ή εργάζεται ο/η σύζυγος.

Ο Δήμος ή Κοινότητα στον οποίο έχει ιδιόκτητη κατοικία ο ίδιος ή ο/η σύζυγος ή διαμένουν οι γονείς του ιδίου ή του/της συζύγου.


Για κάθε ένα από τα παραπάνω κριτήρια προτείνεται ο παρακάτω αριθμός μορίων.



α) Με βάση την απόσταση από το Δήμο ή Κοινότητα συμφερόντων:

1) από 0 - 20χμ 0,2 μόρια
2) από 21 - 50χμ 0,4 μόρια
3) από 51 - 100χμ 0,8 μόρια
4) από 101- 600χμ για κάθε 100χμ επιπλέον 1 μόριο
5) από 601 και άνω για κάθε 100χμ επιπλέον 2 μόρια
6) οι θαλάσσιες αποστάσεις υπολογίζονται με 4 μόρια ανά 100 ν. μ.


Για τη μετακίνηση εντός των νομών, Δήμων και Κοινοτήτων και τη μοριοδότηση του εκπ/κού, εισάγεται ο όρος “προσβασιμότητα” που λαμβάνει υπόψη του τη δυσκολία πρόσβασης σε μερικά σχολεία.
Κάθε δύσκολο σε πρόσβαση σχολείο αποκτά ένα συντελεστή που πολλαπλασιάζεται επί των μορίων του όπως έχουν ως σήμερα. Οι συντελεστές ξεκινούν από το 0,3 και φτάνουν στο 0,8 για τις εξαιρετικά δύσκολες στην πρόσβαση περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
Οι συντελεστές προσβασιμότητας των σχολείου καθορίζονται μετά από διευρυμένη σύσκεψη των ΠΥΣΠΕ με αρμόδιους παράγοντες των Νομαρχιών, αντιπροσώπων των ΚΤΕΛ και εκπροσώπων των Λιμεναρχείων.



β) Με βάση το χρόνο παραμονής στον πρώτο τόπο διορισμού:

Ο εκπ/κός που παραμένει επί 4ετία στον τόπο πρώτου διορισμού λαμβάνει τα κανονικά του μόρια συν το ήμισυ αυτών.
Αν ο τόπος πρώτου διορισμού είναι σε δυσπρόσιτο τότε τα μόριά του διπλασιάζονται.

ΠΡΟΣΟΧΗ! Αν ο εκπ/κός αποσπαστεί για οποιοδήποτε λόγο ο χρόνος απόσπασης δε θα προσμετρηθεί για την 4ετία.



γ) Με βάση το χρόνο προϋπηρεσίας ο εκπ/κός λαμβάνει μόρια ως εξής:

1) από 1- 9 χρόνια 1 μόριο για κάθε έτος
2) από 10 - 19 χρόνια 2 μόρια για κάθε έτος
3) από 20 - 35 χρόνια 3 μόρια για κάθε έτος






δ) Με βάση την οικογενειακή κατάσταση ο εκπ/κός λαμβάνει:

1) έγγαμοι, άγαμοι,ή τελούντες σε διάζευξη ή χηρεία γονείς, πάγια 5 μόρια
2) για το πρώτο παιδί επιπλέον 4 μόρια
3) για το δεύτερο παιδί επιπλέον 8 μόρια
4) για το τρίτο παιδί επιπλέον 12 μόρια
5) για το τέταρτο και κάθε ένα από τα επόμενα επιπλέον 15 μόρια



ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

1) Όσοι εκπ/κοί με δική τους αίτηση παίρνουν απόσπαση σε γραφεία – φορείς του ΥΠΕΠΘ
λαμβάνουν 0,5 μόρια.
2) Όσοι εκπ/κοί με δική τους αίτηση παίρνουν απόσπαση σε περιοχές της επιλογής τους, θεωρείται ότι υπηρετούν στον τόπο συμφερόντων τους και μοριοδοτούνται ανάλογα.



ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗ

Κάθε εκπ/κός έχει τη δυνατότητα ν’ αλλάξει τον τόπο συμφερόντων του, πάντα σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίσαμε στην αρχή. Τα μόριά του όμως δεν παραμένουν ως έχουν (εκτός των μορίων του σχολείου επί του συντελεστή προσβασιμότητας) αλλά υπολογίζονται από την αρχή με βάση πλέον την απόσταση από τον νέο τόπο συμφερόντων, όπως αυτός έχει δηλωθεί.




Παληοκαρύτης Δημήτρης
Σούδης Δημήτρης
Σέγκουλης Νώντας
Παπαβασιλείου Χρήστος
Παπαγεωργόπουλος Αντώνης
Μπερμπερίδης Σάββας
Ζαϊμάκης Μανώλης
Στεργίου Φώτης



Από τους συντάκτες:

Η παρούσα πρόταση, (που σε κάθε περίπτωση επιδέχεται βελτιώσεις και τροποποιήσεις) συντάχτηκε με γνώμονα ν’ αποτελέσει αντικείμενο έρευνας βασίστηκε στη μελέτη της μέχρι τώρα εφαρμογής παρόμοιων συστημάτων σε άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων και ελπίζουμε να γίνει απαρχή για ένα δικαιότερο σύστημα μοριοδότησης.

12 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Η ιστορία του « γλωσσικού ζητήματος »
Το γλωσσικό ζήτημα υπήρξε ένα πρόσφορο πεδίο πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκαν σοβαρές αντιπαραθέσεις ιδεών και συμπεριφορών σε κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Οι απαρχές των αντιπαραθέσεων αυτών πρέπει να τοποθετηθούν κατά τους χρόνους του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η αιτία που έφερε στην επιφάνεια τις βαθιές αυτές διαφορές ήταν η επίμονη αναζήτηση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να συγκροτηθεί μια εθνική παιδεία, καθώς και η συστηματική καλλιέργεια και προβολή της ομιλούμενης γλώσσας από νέες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούσαν να διαχειριστούν με νέους όρους και με νέα γλώσσα τα ζητήματα της αγωγής και της αυτογνωσίας του έθνους. Το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρημένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό, ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλουμένη. Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση, τους έδωσε κύρος και εξάλειψε την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους. Κατεξοχήν εκπρόσωποι των δυνάμεων που προωθούσαν την ομιλουμένη ήταν ο Ρήγας (1757-1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), ο οποίος είχε προτείνει, μάλιστα, και ένα σύστημα φωνητικής γραφής (Ρομέηκη Γλόσα, 1814), και άλλοι. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ενθουσιώδης και συστηματικός συνήγορος της ομιλούμενης, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και τη καλλιέργεια της γλώσσας αυτής, με σκοπό να συμβάλει στη συγκρότηση μιας "νεοελληνικής φιλολογίας". Πίστευε, ωστόσο, ότι "το ιδίωμα του λαού" είχε φθαρεί και πρότεινε ένα σύστημα εξωραϊσμού και καθαρισμού από τα "σαπημένα". Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσας». Η "μέση οδός" του Κοραή συνιστούσε έτσι κι αλλιώς μια άμυνα απέναντι στις υπερβολές του αρχαϊσμού, τον οποίο καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν επίσης ως όργανο εθνικής παιδείας οι κύκλοι των Φαναριωτών αλλά και το Πατριαρχείο. Ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845) και ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827) είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπαδών του αρχαϊσμού, οι οποίοι στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Κοραή. Η άποψη για τη στενή συνάρτηση της δημοτικής γλώσσας με την αναγέννηση του έθνους θα διατυπωθεί με κορυφαίο τρόπο από τον Διονύσιο Σολωμό στον Διάλογο (1824). Παράλληλα, η επτανησιακή παράδοση θα βοηθήσει και στη λογοτεχνική καλλιέργεια της δημοτικής (Ανδρέας Λασκαράτος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης) και στη θεωρητική της επεξεργασία (Νικόλαος Κονεμένος, Το ζήτημα της γλώσσας, 1873· Και πάλε περί γλώσσας, 1875). Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, μια και οι προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν πλέον γύρω από την πολιτική και τη διοικητική της συγκρότηση. Τα επίσημα έγγραφα συντάχθηκαν στη λόγια γλώσσα και επανήλθε ισχυρότερη παρά ποτέ η προκατάληψη της φθοράς και της παρακμής που είχε υποστεί η λαϊκή γλώσσα από την ξένη κατάκτηση. Το νέο κράτος αναζήτησε στα αρχαία ελληνικά γλωσσικό υλικό για την απόδοση νέων εννοιών. Τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα η καθαρεύουσα θα εξαρχαΐζεται όλο και περισσότερο. 'Ετσι, το 1853 θα δημοσιευτεί συστηματοποιημένη η εκδοχή της πλήρους επιστροφής στην αρχαία ελληνική (Παναγιώτη Σούτσου, Νέα σχολή του γραφομένου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων) και το 1856 θα εκδοθεί β.δ. σχετικό με τη σχολική γλώσσα, το οποίο θα ορίζει ότι "Γραμματική της ελληνικής.γλώσσης.ορίζεται.η.της.αρχαίας.και.μόνη". Ωστόσο, κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα άρχισαν να εκφράζονται συστηματικές αντιδράσεις στις ρομαντικές υπερβολές του αρχαϊσμού. Το γλωσσικό ζήτημα θα επανεμφανιστεί με το χαρακτηριστικό γνώρισμα των προεπαναστατικών διενέξεων: τη βαθιά σύγκρουση ανάμεσα σε αντιλήψεις οι οποίες δεν θα αναφέρονται μόνο στη γλώσσα αλλά στη συνολική προαγωγή της ελληνικής.κοινωνίας. Από το 1880 ως το 1890 οι συστηματικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί γύρω από το ζήτημα της γλώσσας είναι οι εξής: α) ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας (Κωνσταντίνος Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις, 1882)· β) η επιστροφή "βαθμηδόν και αδιακόπως" στην ομιλουμένη (Δημήτριος Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμού έλεγχος, 1884)· γ) η διατήρηση και ο εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλούμενης (Γεώργιος Χατζιδάκις, Βάσανος έλεγχος ψευδαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής, 1884) και δ) η καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου. Η τελευταία αυτή άποψη είχε μόλις αποκτήσει θεωρητικά-γλωσσολογικά θεμέλια (Ψυχάρης, Δοκίμια της ιστορικής νεοελληνικής γραμματικής, 1884-1886) και ιδεολογικό εξοπλισμό (Ψυχάρης, Το ταξίδι μου 1888). Πρόκειται για στοιχεία που θα της επιτρέψουν να συσπειρώσει οπαδούς και, στη συνέχεια, να μετατρέψει τις συσπειρώσεις.αυτές.σε.μαχητικό.κίνημα. Την ίδια εποχή, εκτός από το έργο του Ψυχάρη, ισχυρή συνδρομή στη συγκρότηση της ιδεολογικής θεμελίωσης του δημοτικισμού και της σταδιακής διείσδυσής του στον πολιτισμικό και αργότερα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο υπήρξε το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη (Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης, 1885,·Τα είδωλα, 1893), καθώς και η λογοτεχνική παραγωγή της Νέας.Αθηναϊκής.Σχολής.με.κύριο.εκφραστή.τον.Κωστή.Παλαμά. 'Ετσι, στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που θα συνοδεύσουν τον δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του. Το κίνημα αυτό θα είναι εθνικό, πολιτικό, φιλελεύθερο, επιστημονικό και με στόχους εκσυγχρονιστικούς. Θα υποστηριχθεί από τη δυναμική παρουσία, το έργο και την οικονομική ενίσχυση λογίων και επιχειρηματιών της διασποράς (Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Πέτρος Βλαστός, Πηνελόπη Δέλτα, Φώτης Φωτιάδης). Αποτέλεσμα της δράσης αυτής, συνδεδεμένης με το αίτημα για τη συναρμογή της δημοτικής γλώσσας με την εκπαίδευση, θα είναι η δημιουργία συλλόγων (Εθνική Γλώσσα, 1905· Εκπαιδευτικός 'Ομιλος, 1910· Φοιτητική Συντροφιά, 1910) και η έκδοση περιοδικών μαχητικών εντύπων (Ο Νουμάς, 1903-1931· Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1911-1924). Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου θα είναι ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Δημήτρης Γληνός, οι οποίοι είτε ως εκφραστές θεσμών είτε ως διωκόμενοι από θεσμούς θα χρησιμοποιήσουν τη δημοτική γλώσσα ως σύμβολο και ως εργαλείο για την προώθηση και την καλλιέργεια βαθιών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο χρονικό διάστημα η θεωρητική θεμελίωση του μαρξισμού στον χώρο των ελληνικών ιδεών (Γεώργιος Σκληρός, Το Κοινωνικόν μας ζήτημα, 1907) και οι σοσιαλιστικές συσπειρώσεις που προκάλεσε, δημιούργησαν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στις τάξεις των δημοτικιστών. Σε όλο τον 20ο αιώνα η δημοτική γλώσσα θα αντιμετωπιστεί ως φορέας ιδεολογίας από τους ίδιους τους οπαδούς της με την πιο μεγάλη αντίφαση: από ορισμένους ως απόδειξη της εθνικής συνέχειας, από άλλους ως γλώσσα της λαϊκής βούλησης και από τρίτους ως όπλο της εργατικής τάξης. Οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν τους πόλους της γλωσσικής διαμάχης κατά τον 20ό αιώνα διέφεραν από τις αντίστοιχες του 18ου και του 19ου αιώνα κατά τούτο: Οι δημοτικιστές -εσωτερικά διαφοροποιημένοι- αποτελούσαν ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας αποτέλεσαν ένα σύνολο που υποστηρίχθηκε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και, επομένως, διέθετε τα όπλα που του εξασφάλιζε η εξουσία της οποίας ήταν φορέας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας. Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης (Ευαγγελικά, 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας (Ορεστειακά, 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας φαινομένων συνυφασμένων με τις δημοτικιστικές πιέσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν για να τις ανακόψουν: ανάμεσα σε άλλα, επανειλημμένες διοικητικές ποινές στον Κωστή Παλαμά ως γγ. του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908, 1911), παραπομπή στη Δικαιοσύνη του διευθυντή του παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου και των συνεργατών του με τις κατηγορίες της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησης εις απεργίαν, παρακώλυσης προσευχή(Δίκη.του.Ναυπλίου,1914). Το 1911 ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα». Το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόπειρα αυτή θα ματαιωθεί βίαια μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1920 και η επιτροπή που θα ελέγξει τα διδακτικά βιβλία της βενιζελικής μεταρρύθμισης θα αποφανθεί ότι πρέπει να "καώσι". Το 1925 και το 1928 θα διωχθούν δικαστικά και πάλι ο Δελμούζος ως διευθυντής του Μαρασλείου και ο Μίλτος Κουντουράς ως διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης για αντιθρησκευτική, αντιπατριωτική.και.ανήθικη.διδασκαλία. Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προχωρήσει στην πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που θα καθορίζεται, πλέον, και από την παρουσία του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η δημοτική ως σύμβολο ανατρεπτικού λόγου θα αλλάξει χέρια και από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό του Βενιζέλου θα περάσει ως κομματικό ιδίωμα στο ΚΚΕ. Μετά από αυτό, η αντιπαράθεση των συμβολισμών θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο (ανάμεσα στα άλλα, πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του με μονοτονικό σύστημα το 1941). Με τη μεταρρύθμιση του 1964 έγινε νέα απόπειρα συστηματικής εισαγωγής της δημοτικής στην εκπαίδευση. Και αυτή η μεταρρύθμιση καταργήθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας το 1967.Θεσμικά, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982), οι οποίες ρύθμισαν, εκτός των άλλων, θέματα σχετικά με την ακώλυτη χρήση και τη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας.
Επιμέλεια: Παπαγεωργόπουλος Αντώνης